- Λακωνισταί
- Λακωνιστήςone who imitates the Lacedaemoniansmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακωνισταί — Λακωνιστής one who imitates the Lacedaemonians masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛАКОНИСТЫ — • Λακωνισταί, Λακωνίζειν. В греческих государствах, особенно в Афинах, были люди, которые, в противоположность к господствовавшей изнеженности и распущенности, старались быть или казаться представителями более строгого и простого… … Реальный словарь классических древностей
λακωνιστής — ο, θηλ. λακωνίστρια (Α λακωνιστής) [λακωνίζω] νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τους Λάκωνες, που μελετά τα σχετικά με τους Λακεδαιμονίους αρχ. 1. αυτός που μιμούνταν τους Λακεδαιμονίους 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσπαρτιατική μερίδα, που συμπαθούσε … Dictionary of Greek
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей